Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ της Φιλίτσας Σοφιανού-Mullen *

πηγή : http://www.onestory.gr/post/28818998802
ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ
της Φιλίτσας Σοφιανού-Mullen * .

«Έρωτας είναι χάρη που σου κάνει κάποιος.»
Γύρισα και τον κοίταξα ξαφνιασμένος. Πρώτη φορά έβγαιναν τέτοια λόγια, αποφθεγματικά από το στόμα του. Ψαράς ήταν, απλός άνθρωπος, που σπάνια έλεγε μια πρόταση σωστή.
Συνέχιζε να κοιτάζει με μάτια μισόκλειστα τη θάλασσα τη μεσημεριανή. Το ένα χέρι, μισό κρεμόταν στο πλάι. Το άλλο το αριστερό κρατούσε με τέσσερα δάχτυλα σφιχτά το ποτήρι—κρύο νερό και δυο σταγόνες τσίπουρο, ίσα-ίσα να πάρει τη γλυκιά καυτή γεύση του καλοκαιριού.
Η αλήθεια είναι πως ήθελα συμβουλή. Για δεύτερη φορά χαλούσα αρραβώνα και είχα πιάσει πάτο. Το πτυχίο κορνιζαρισμένο στον τοίχο εδώ και οχτώ χρόνια κι εγώ να μπαλώνω δίχτυα και να χωρίζω τη μαρίδα απ’ τη σαρδέλα με το θείο Νότη. Δεύτερος ξάδερφος του πατέρα μου και πριν τον χρειαστώ είχα καμιά δεκαπενταριά χρόνια να τον δω. Παλιά περνούσαμε κάθε Πάσχα και Φώτα μαζί, με άλλους θείους και ξαδέρφια, ο θείος Νότης πίσω-πίσω στις φωτογραφίες για να μη φαίνεται η αναπηρία. Η γυναίκα του σινιαρισμένη με μαλλιά φουσκωτά από το κομμωτήριο πάντα μπροστά.
Δε θυμάμαι ποιά ήταν η πρώτη μου παιδική αντίδραση στην αφύσικη απουσία δεξιού χεριού και αριστερού αντίχειρα. Θυμάμαι όμως τη μάνα μου να λέει πως όταν ήταν έντεκα-δώδεκα χρονών είχε βρει με την τσακαλοπαρέα μια άσκαστη βόμβα κάτω στα τσαίρια. Την παίδεψαν με ξύλα και με πέτρες ώσπου έσκασε και πήρε ετεροχρονισμένα την εκδίκησή της: ένα άλλο – για μένα ανώνυμο – μικρό, χίλια κομμάτια, κι ο Νότης ξαφνικά να νιώθει τη σάρκα να χωρίζεται από τον εαυτό της. «Τυχερός ήταν μέσα στην ατυχία του,» μου έλεγε στο τέλος κάθε εξιστόρησης. «Γι’ αυτό να προσέχεις κι εσύ, και να μ’ ακούς, και να μη τρέχεις έτσι σαν να σ’ έχουν βάλει νέφτι στον κώλο.» Απαραίτητο το άσχετο δίδαγμα.
«Χάρη είναι ο έρωτας,» ξανάπε. «Χάρη που κάνουμε ο ένας στον άλλο. Με βλέπεις και με ξέρεις. Ποια γυναίκα θα ερχόταν μαζί μου; Ποια γυναίκα θα μού ‘κανε τη χάρη αυτή να νιώσω κι εγώ σαν τους άλλους, αν δεν της έκανα χάρη κι εγώ;»
Πολλές φορές το είχα απορήσει αυτό για το Νότη. Τί έκανε τη θεία Λέλα να τον αγαπήσει; Το μάτι της έλαμπε από αισθησιασμό και το στόμα της μόνιμα μισάνοιχτο σε ένα πονηρό χαμόγελο, ακόμη και στις παλιές φωτογραφίες απ’ το Πάσχα του ’73.
«Όταν μου την προξένεψαν ήταν γκαστρωμένη επτά μηνώνε. Αγνώστου πατρός. Υποσχέθηκε θα τό ‘δινε το παιδί, αρκεί να την έπαιρνα από κει που ήταν δαχτυλοδειχτούμενη. Το έκανα. Ήταν νέα και σπαρταριστή και λάγνα, παρά τη γκοιλιά και τις μπρησμένες πατούσες. Τί μάνα θα γινότανε στο δικό μου παιδί σκέφτηκα αν τόσ’ εύκολα άφηνε τούτο; Τι γυναίκα θα ‘ταν για μένα αν άλλαζε έτσι εύκολα για να γλυτώσει; Είχα αμφιβόλιες. Όχι για πολύ. Το αίμα μου έβραζε. Τραβούσα το παλαμάρι με το ένα χέρι πιο γρήγορα απ’ τους άλλους με τα δυό. Ήθελα γυναίκα. Κι εκείνη ήθελε τη ζωή της. Η χάρη που σου έλεγα. Η χάρη που σε δροσίζει το καλοκαίρι και σε ζεσταίνει το χειμώνα. Κλείνεις τα μάτια και δε βλέπεις τίποτα—ούτε πίστη, ούτε απιστία, ούτε χέρια, ούτε δάχτυλα, ούτε λάμψεις, ούτε μωρά, ίσως μόνο τις γρίλιες στο πεντζούρι με λίγο μεσημεριανό ήλιο. Το άλλο κορμί σου κάνει τη χάρη. Κι εσύ του κάνεις τη χάρη. Αυτή είναι η μπαλάντζα.»
Ποτέ δεν το είχα δει έτσι το μεγάλο αυτό θέμα του έρωτα. Να περιμένεις τόσα από τον άλλο, να φοβάσαι να δοθείς, να μετράς και να αντισταθμίζεις, να διυλίζεις τον κώνωπα μα άξονα πάντα τον εαυτό σου, το κέντρο σου το κέντρο του κόσμου. Και η άλλη; Μάλλον τα ίδια, γι’ αυτό δεν υπήρχε η τέλεια σύγκλιση, με το χρόνο μάλλον απόκλιση, σαν αστέρια που συναντώνται για μια στιγμή στο σύμπαν και χωρίζουν.
Του Νότη ο ορισμός για τον έρωτα ήταν απρόσμενος στη ζέστη του Αυγούστου, απρόσμενος γιατί ήταν του Νότη, του ήσυχου, του αγαθού, του λιγομίλητου. Έκλεισα για λίγο τα μάτια, κι είδα κι εγώ τις γρίλιες που έλεγε, σαν να ήταν το σταθερό ταμπλό κάθε ερωτικής πράξης. Λίγο φως και δυο κορμιά να κάνουν χάρη το ένα στο άλλο. Πως δεν το είχα σκεφτεί έτσι ποτέ; Τόσο απλό και αρχέτυπο, σαν την ουσία του σύμπαντος;
Ακούμπησα το χέρι στην πίσω τσέπη του τζιν, ένιωσα το κινητό μου, δίστασα.
«Κανόνισε,» μου είπε, «κανόνισε.»
Πριν ακολουθήσω κι εγώ το βλέμμα του στην αχνάδα του ορίζοντα, είδα ένα μικρό χαμόγελο να πάλλεται στο μαυρισμένο πρόσωπο του ψαρά.

Η Φιλίτσα Σοφιανού-Mullen διδάσκει γραφή και λογοτεχνία εδώ και 28 χρόνια. Από την Αμερική και πάλι στη Ελλάδα και τώρα στη Βουλγαρία. Γράφει από ανάγκη (όταν η νύχτα σκεπάζει τα ασιδέρωτα και μένει μόνο η λάμψη της οθόνης). Μα η γλώσσα της διχάζεται (Αγγλικά ή Ελληνικά;) και πολλές φορές σιωπά. Κι ύστερα έρχονται οι οπτασίες που απαιτούν να γίνουν λέξεις και πιάνει πάλι την παλιά της τέχνη.
[ facebook ] [ e-mail ]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις